οξυγώνιος

οξυγώνιος
-α, -ο (Α ὀξυγώνιος, -ον)
αυτός που έχει οξεία γωνία
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το οξυγώνιο
μαθημ. τρίγωνο με όλες τις γωνίες του οξείες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. σώμα με οξείες γωνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ-* + γωνία (πρβλ. αμβλυ-γώνιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀξυγώνιος — acute angled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξυγώνιος — α, ο (γεωμ.), κυρίως για τρίγωνο, αυτό που έχει και τις τρεις γωνίες μικρότερες από 90° (οξείες) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀξυγωνιώτατον — ὀξυγώνιος acute angled masc acc superl sg ὀξυγώνιος acute angled neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυγώνιον — ὀξυγώνιος acute angled masc/fem acc sg ὀξυγώνιος acute angled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυγωνίοις — ὀξυγώνιος acute angled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυγωνίου — ὀξυγώνιος acute angled masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυγωνίους — ὀξυγώνιος acute angled masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυγωνίων — ὀξυγώνιος acute angled masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυγωνίῳ — ὀξυγώνιος acute angled masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυγώνια — ὀξυγώνιος acute angled neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”